τοιχωρυχώ

τοιχωρυχώ
(ε) αμετ. совершать кражу со взломом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τοιχωρυχώ" в других словарях:

  • τοιχωρυχώ — τοιχωρυχῶ, έω, ΝΑ [τοιχωρύχος] είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῑ γε νὴ Δί , ὁ δὲ τοιχωρυχεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή …   Dictionary of Greek

  • τοιχωρυχῶ — τοιχωρυχέω dig through a wall like a thief pres subj act 1st sg (attic epic doric) τοιχωρυχέω dig through a wall like a thief pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρύχῳ — τοιχώρυχος one who digs through the wall masc dat sg τοιχωρύχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιχωρυχία — η, ΝΑ [τοιχωρυχῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τοιχωρυχώ …   Dictionary of Greek

  • τοιχωρύχημα — τὸ, Α [τοιχωρυχῶ] 1. τρύπα, άνοιγμα σε τοίχο 2. μτφ. τέχνασμα κλέφτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»